- καθαρμόζω
- καθ-αρμόζω, daranfügen, anpassen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καθαρμόζω — (Α καθαρμόζω) εφαρμόζω καλά, προσαρμόζω, ταιριάζω κάτι σε κάτι άλλο («βρόχον λευκᾷ καθαρμόζουσα δείρᾳ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αρμόζω] … Dictionary of Greek
καθαρμόζει — καθαρμόζω join pres ind mp 2nd sg καθαρμόζω join pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρμόζοντα — καθαρμόζω join pres part act neut nom/voc/acc pl καθαρμόζω join pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρμόσαι — καθαρμόζω join aor inf act καθαρμόσαῑ , καθαρμόζω join aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθηρμοσμένον — καθαρμόζω join perf part mp masc acc sg (attic epic doric ionic aeolic) καθαρμόζω join perf part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρμόσαντα — καθαρμόζω join aor part act neut nom/voc/acc pl (ionic) καθαρμόζω join aor part act masc acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρμοζομένῳ — καθαρμόζω join pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρμοσαμένην — καθαρμόζω join aor part mid fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρμοσθεισῶν — καθαρμόζω join aor part pass fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρμοσθεῖσα — καθαρμόζω join aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρμοσθῇ — καθαρμόζω join aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)